παννύχου

παννύχου
πάννυχος
lasting all the night
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πάννυχος — ον, ΜΑ 1. αυτός που ενεργεί ή υφίσταται κάτι καθ όλη τη νύχτα («πάννυχοι δὴ διάπλοον καθίστασαν ναῶν ἄνακτες», Αισχύλ.) 2. αυτός που διαρκεί, που παραμένει όλη τη νύχτα («παννύχου σελάνας», Ευρ.) αρχ. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) πάννυχα καθ όλη τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”